διαπνεόμενοι

διαπνεόμενοι
διαπνέω
blow through
pres part mp masc nom/voc pl (epic doric ionic aeolic)
διαπνέω
blow through
pres part mp masc nom/voc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • Ελλάδα - Γλώσσα — ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ Η ελληνική γλώσσα είναι μια από τις αρχαιότερες γλώσσες στον κόσμο και οπωσδήποτε η παλαιότερη ζωντανή γλώσσα στην Ευρώπη. Σε αντίθεση με άλλες αρχαίες γλώσσες που χάθηκαν μαζί με τους λαούς που τις μιλούσαν, όπως η… …   Dictionary of Greek

  • Λόπεθ ντε Μεντόθα, Ινίγκο, μαρκήσιος της Σαντιγιάνα — (Inigo Lopez de Mendoza marques de Santillana, Καριόν ντε λος Κόντες, Καστίλη 1398 – Γκουανταλαχάρα, Καστίλη 1458). Ισπανός ποιητής και ουμανιστής. Ο Λ. ντε Μ., σημαντική προσωπικότητα της εποχής του, συμμετείχε στους πολιτικούς αγώνες εναντίον… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”